Ιωαννης Αντ. Παναγιωτοπουλος

Αρχική » Ελλάδα » Θέση

Θέση

Είναι μεγάλο το αίσθημα ευθύνης, όταν αναλαμβάνεις μια θέση σε μια δύσκολη στιγμή για την πατρίδα, διότι δεν είναι μόνο τα μάτια των ζωντανών που σε κοιτούν· είναι τα μάτια εκείνων που χάθηκαν θυσιάζοντας τα πάντα γι᾽ αυτήν, εκείνων που χάθηκαν στις πολεμίστρες και εκείνων που χάθηκαν στις πορείες των ερήμων και των βουνών. Μα το πιο σκληρό είναι ότι σε κοιτούν τα μάτια εκείνων που νίκησαν απέναντι σε κάθε αντιξοότητα, απέναντι σε κάθε λογική. Πώς λοιπόν, όταν το ξέρεις αυτό, μπορείς να αρνηθείς να υπηρετήσεις την πατρίδα; Πώς μπορείς να κάνεις πίσω;

Το 1453 ο Ελληνισμός υπέστη μια μεγάλη καταστροφή, τη μεγαλύτερη όλων των εποχών, αφού υποτάχθηκε σε ένα δυνάστη που τον απέσπασε βιαίως από τη δυτική Ευρώπη, κόβοντας το ένα από τα δύο κεφάλια του δικέφαλου αετού. Χάθηκε η σχέση με τη Δύση, που και αυτή με τη σειρά της συνειδητά επέλεξε να χάσει την Κωνσταντινούπολη, αν και πολύ αργά κατάλαβε, εάν ακόμη καταλαβαίνει, ότι έτσι κινδυνεύει να τα χάσει όλα. Το Γένος μας, όμως, στάθηκε στα πόδια του, άντεξε, κατάφερε να αναστήσει κάτι απ᾽ αυτό που έχασε και να ορίσει ότι σ᾽ αυτόν το βράχο που σήμερα ζούμε, θα ζούμε ελεύθεροι. Αυτό το κράτος, το φτωχό κι αδύναμο, έφτιαξε θεσμούς, που άλλοι από αυτούς ήταν νέοι, μα οι πιο πολλοί συνδέονταν κατά έναν περίεργο τρόπο με το παρελθόν. Αυτό γίνεται πάντα σε χώρες μικρές, αλλά με μεγάλη ιστορία. Έτσι, γεννήθηκε ένα Πανεπιστήμιο που αντέγραψε τα δυτικά, αλλά γρήγορα άρχισε να περπατά ελληνικά. Ανάμεσα στους καρπούς του, δημιουργήθηκε μια νέα επιστημονική κατηγορία, οι θεολόγοι. «Φρούτο» παράξενο για τον τόπο μας, γιατί ούτε παπάδες ήταν πολλοί απ᾽ αυτούς, ούτε και προτεστάντες «μισιονάριοι» που γύριζαν ανάμεσα στους φτωχούς και πεινασμένους, για να τους «επανευαγγελίσουν». Αλλά η ιστορία είχε λάβει ήδη θέση, και το νέο ήταν πια γεγονός.

Από σεμνοτυφία και ευσεβισμό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τους αρνήθηκαν ακόμη και τον τίτλο του θεολόγου (αφού τρεις ήταν οι θεολόγοι της Εκκλησίας, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Γρηγόριος Κωνσταντινουπόλεως και ο Συμεών ο νέος Θεολόγος). Κι αν ακόμη, αυτός ο διάλογος κράτησε χρόνια, έκλεισε κάτω από το βάρος των ιστορικών εξελίξεων, μέσα στη θλίψη που σκόρπισε στη χώρα ο εμφύλιος πόλεμος. Στη νέα πραγματικότητα οι θεολόγοι έγιναν φορείς ενός ισχυρού παραμυθητικού λόγου, αλλά και οι κύριοι φορείς του ιδεολογικού αγώνα που συνεχίστηκε πέραν των πεδίων των μαχών.

Σπούδασα θεολογία προερχόμενος από μια οικογένεια θρησκεύουσα, και είναι γεγονός ότι την απόφασή μου καθόρισε και η παρουσία του πατέρα μου, που είναι θεολόγος. Παρουσία που είναι δεδομένη και στην εμπλοκή μου στα κοινά (πολιτική το λέμε ενίοτε), διότι αυτός με δίδαξε με την καθημερινότητά του, ότι σημασία δεν έχει να θησαυρίζεις χρήματα, σημασία έχει να θησαυρίζεις την αγάπη και την εκτίμηση των ανθρώπων, προσφέροντας ανιδιοτελώς σε όποιον σου ζητήσει. Και η μεγαλύτερη κληρονομιά που κουβαλάω εγώ και τα αδέλφια μου, είναι το όνομά του. Ο πατέρας μου γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, το Τουρκολέκα, που η ιστορία του είναι μεγαλύτερη από τον αριθμό των κατοίκων του. Έφυγε από το χωριό παιδί – φυγάς, όταν οι αντάρτες σκοτώσαν τον άντρα της αδελφής του. Οι ιστορίες εκείνων των ημερών συνοδεύουν το τέλος των οικογενειακών τραπεζιών ακόμη και σήμερα, σαν μνημόσυνο χαράς για τη ζωή που συνεχίζεται. Ο πατέρας μου σπούδασε Θεολογία αφού πρώτα μαθήτευσε στην Εκκλησιαστική Σχολή Κορίνθου. Έμαθε γράμματα που εμείς ποτέ δεν θα καταφέρουμε να φτάσουμε. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα εργαζόμενος ο ίδιος, και με τα χρήματα που ο παππούς μου του έστελνε φτιάχνοντας παράνομα κάρβουνα. Τη φοιτητική του ζωή στιγμάτισε ο αγώνας για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, και την πολιτική του ωρίμανση η δικτατορία και η κυπριακή τραγωδία, όπως όλη τη γενιά του. Είναι η γενιά των ανθρώπων που ενώ πέτυχαν στη ζωή τους, έγιναν κομμάτι αυτού που σήμερα ονομάζουμε «ενοχική δεξιά». Κυρίως διότι δεν κατάφεραν να στρέψουν τις εξελίξεις, ώστε να μην ζήσει η χώρα τη λαίλαπα του πολιτικού αμοραλισμού της δεκαετίας του ᾽80, του «ιστορικού ατυχήματος» του οποίου τις συνέπειες πληρώνουμε τόσο ακριβά σήμερα.

Σπούδασα θεολογία, επειδή ζώντας αυτήν την λαίλαπα ως έφηβος, αντιλαμβανόμουν πόσο κακό έκανε στην πατρίδα μας η έλλειψη αρετής. Ήταν μια απόφαση που την έλαβα καθώς πίστευα ότι σπουδάζοντας θεολογία θα αποκτούσα τα «ιδεολογικά όπλα» για να απαντήσω στην πολιτική αντιπαράθεση που ήταν τόσο ενεργή στην κοινωνία που ζούσα. Η είσοδός μου, όμως, στη Θεολογική Σχολή επέφερε τη μεταστροφή μου, και την ενσυνείδητη υπέρβαση των ιδεολογιών, ως απόλυτης αποδοχής της μόνης Αλήθειας. Τα διαβάσματα και η ζωή μου εκεί, με έπειθαν ότι η ορθόδοξη θεολογία είναι πορεία υπέρβασης και ότι μόνο έτσι θα ήταν δυνατόν να είναι πραγματική. Η Εκκλησία και ο λόγος της, η θεολογία, δεν έχει να κάνει με ιδεολογικές ταυτότητες ούτε πολιτικά κόμματα, αλλά προσλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η σαφής διάκριση, δεν κρύβω ότι επηρέασε και τις πολιτικές μου τοποθετήσεις, και η ενασχόλησή μου με τα κοινά με καθοδηγούσε σε μια σαφή και ξεκάθαρη πολιτική διάκριση, αυτών που ήθελαν τα πράγματα να πάνε μπροστά, και όσων συνειδητά ή ασυνείδητα επέλεγαν την στασιμότητα και την οπισθοδρόμηση. Τα παλαιά όρια είχαμε υποχρέωση να τα υπερβούμε, εφόσον θέλαμε να πάμε μπροστά. Αυτό, όμως, που οφείλω να σημειώσω είναι ότι δεν ένιωσα ποτέ άβολα μεταξύ των «συντρόφων» του πολιτικού μου χώρου, αλλά ούτε αμφισβητήθηκε η ιδιότητά μου ποτέ. Ευτυχώς για εμένα, η ιδέα της υπέρβασης έλαβε πολιτική σάρκα και οστά το 1993, και ασμένως την ακολούθησα.

Συνέχισα τις σπουδές μου, σε αυτό που πάντοτε αγαπούσα από παιδί, την ιστορία και παράλληλα διατήρησα την εμπλοκή μου στα κοινά. Το 1996, συσπειρώνοντας όλες τις δυνάμεις που μπορούσαν να συμπαραταχθούν στον ευρύτερο χώρο της ιδεολογικής μας ταυτότητας, εκλέχθηκα πρόεδρος των μεταπτυχιακών φοιτητών του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Υπήρξε, καταρχήν μια ιδεολογική νίκη αυτή η εκλογή, αλλά και αποτέλεσμα της συνεργασίας πολλών και ικανών ανθρώπων, ίσως και η πρώτη νίκη σε μια εποχή που ο χώρος μου ηττώντο συνεχώς. Εκεί, όμως, δέχθηκα ανίερη επίθεση, καταρχήν γιατί κάποιοι δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι ένας θεολόγος είχε αυτήν τη θέση. Το Μάρτιο του 1997, στη Γ.Σ. συναδέλφισσες από την αριστερά μου επιτέθηκαν, χρησιμοποιώντας έναν χουντικό νόμο, ο οποίος έλεγε ότι οι στρατευμένοι δεν δύνανται να κατέχουν τη θέση που είχα. Όταν τελείωσε εκείνη η Γ.Σ., είχε τελειώσει και ο σύλλογος των μεταπτυχιακών του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθότι η σύγκρουση είχε φτάσει στα άκρα. Είμαι ευτυχής που τη θέση μου την «πλήρωσα» με 10 μήνες ως έφεδρος αξιωματικός στα Ρίζια του Έβρου, και οφείλω να ομολογήσω ότι μου έκαναν μεγάλο καλό, αφού γνώρισα έναν τόπο, όπου μάλλον δεν θα ζούσα διαφορετικά, και αγάπησα έναν τόπο που παρά τις δυσκολίες, μου χάρισε μοναδικές αναμνήσεις και ακράδαντους φίλους. Το ενδιαφέρον είναι, ότι όταν επέστρεψα, διαπίστωσα ότι οι καλές συναδέλφισσες είχαν προσχωρήσει στο εκσυγχρονιστικό μπλοκ, παίρνοντας κάποιες συμβάσεις στο δημόσιο!

Μετά το στρατό συνέχισα τις σπουδές μου, και άρχισα να εργάζομαι ως καθηγητής θεολόγος στη Μέση Εκπαίδευση, γνωρίζοντας κάθε μέρα και περισσότερο την αγάπη που τα παιδιά έδειχναν στο θεολόγο τους. Παράλληλα έπρεπε να δουλέψουμε πολιτικά για να επανασυσπειρώσουμε το χώρο. Στις εκλογές του 2000 εργάστηκα πολιτικά στην περιοχή της Αχαΐας, καθώς τα γεγονότα του 1992 είχαν πλήξει και τις οργανωτικές δομές και τη δυναμική της παράταξης. Ο βασικός στόχος, και πιστεύω ότι τον πετύχαμε, ήταν να συσπειρώσουμε γύρω από συγκεκριμένα πρόσωπα, την κατακερματισμένη πολιτική βάση, αφού εκεί μετά το 1986 η παράταξη είχε υποστεί πολλές και μεγάλες διασπάσεις. Η εμπειρία ήταν μεγάλη, και το σημαντικό ήταν ότι το πετύχαμε. Αλλά, η αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό της χώρας ήλθε μόλις το 2004. Ήταν σαφές, ότι πολλά στοιχεία του παλαιού πολιτικού συστήματος είχαν καταπέσει οδηγώντας σε μια νέα υπέρβαση και το εκλογικό ποσοστό της Ν.Δ. σηματοδοτούσε στην πράξη μια μακρά περίοδο πολιτικής κυριαρχίας του ευρύτερου πολιτικού χώρου που εκπροσωπούσε, που συνεχίζεται και σήμερα και θα συνεχιστεί για πολύ καιρό.

Οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν ενδιαφερόμουνα, για την κυβερνητική θέση που έλαβα τότε, η οποία προέκυψε από αίσθηση καθήκοντος και φιλίας. Αλλά, κατά την μακρά άσκηση της, επί 3,5 χρόνια, για ακόμη μια φορά διαπίστωνα ότι στη χώρα εξακολουθούν να υπάρχουν δύο δυνάμεις που διαπερνούν ολόκληρο τον πολιτικό κόσμο. Η πρώτη είναι αυτή που θέλει να προχωρήσει τα πράγματα μπροστά, που θέλει την πρόοδο της χώρας, ενώ η δεύτερη είναι αυτή που εργάζεται μόνο για τη στασιμότητα, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οπισθοδρόμηση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έχασε τις εκλογές, όχι διότι δεν είχε κυβερνήσει καλά, αλλά επειδή τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 είχαν επιτρέψει να επιστρέψουν τα σύνδρομα της «ενοχικής δεξιάς», και η κυβέρνησή του είχε χάσει στη συνείδηση του κόσμου που την υποστήριξε, το ηθικό πλεονέκτημα. Η κρίση που ήδη ταλάνιζε τις οικονομίες της Δύσης, δεν είχε έλθει εμφανώς, αφού πολλοί Έλληνες διέθεταν τις «οικονομίες» τους για να αγοράσουν «φθηνά» διαμερίσματα στο Μανχάταν. Η ήττα των εκλογών του 2009 θυμίζει την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στην Μικρά Ασία, φαινόμενο που επαναλήφθηκε στην πρώτη εκλογική μάχη του 2012. Η πολιτική, που χαρακτηρίζεται από το απρόβλεπτο, έφερε στην εξουσία ένα πρόσωπο που κανείς νουνεχής δεν πίστευε ότι θα γινόταν πρωθυπουργός. Η νίκη τους στις εκλογές του 2009, με την εντυπωσιακή διαφορά από τη Ν.Δ., έφερε στην εξουσία ανθρώπους που επέδειξαν πολιτική αφροσύνη και που πίστευαν ότι θα παραμείνουν σε αυτήν ανεξέλεγκτα για τουλάχιστον 10 χρόνια. Οι εξελίξεις τους διέψευσαν με τραγικό τρόπο, όχι για αυτούς, αλλά για την πατρίδα.

Για τη δική μου παράταξη η επόμενη ημέρα ήταν μονόδρομος. Έπρεπε να αναδείξει έναν ηγέτη που να έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: να μην εκπροσωπεί στη συνείδηση του κόσμου την «ενοχική δεξιά», και να έχει το απόλυτο ηθικό πλεονέκτημα. Κι αυτά τα χαρακτηριστικά τα συγκέντρωνε μόνο το πρόσωπο του Αντώνη Σαμαρά. Η εκλογή του νέου προέδρου και η πορεία του μέχρι σήμερα επιβεβαίωσαν τη συνείδηση του κόσμου. Η παράταξη ανασυγκροτήθηκε και τόλμησε να αναλάβει τις ευθύνες της, όταν το καράβι βούλιαζε. Ο σημερινός πρωθυπουργός, όχι τυχαία απολαμβάνει παρά τις δυσκολίες, τη φουρτούνα μέσα από την οποία περνάμε, την εμπιστοσύνη των πολιτών της χώρας. Και ευθύνη όλων μας είναι μεγάλη, όλων όσων συμμετέχουμε σε αυτήν τη διαδικασία, καθώς πρέπει να κάνουμε στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού τα λιγότερα λάθη και να προσφέρουμε το είναι μας στη σωτηρία της πατρίδας, διότι περί αυτού πρόκειται. Είναι η στιγμή, όλοι, όσοι πιστεύουμε στην πρόοδο αυτού του τόπου, να συμπαραταχθούμε και να συμβάλλουμε στην προσπάθεια στην οποία ηγείται ο πρωθυπουργός, κάνοντας ακόμη πιο στέρεο τον αγώνα.

Ως εκ τούτου είμαι υπερήφανος γιατί συμμετέχω σε αυτήν την προσπάθεια, και απαιτώ να κριθώ στο τέλος με αυστηρό τρόπο από τη συμμετοχή μου σε αυτήν. Και είμαι υπερήφανος που σπούδασα θεολογία, που τα αδέλφια μου είναι θεολόγοι, που οι φίλοι μου είναι θεολόγοι και που διδάσκω τις νέες γενιές των θεολόγων στο Πανεπιστήμιο, αυτών που θα πάρουν τη σκυτάλη και θα γίνουν καλύτεροι από εμάς. Δεν απομένει παρά να ανατρέξω στα λόγια του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, «σάρξ ἐστι τοῦ λόγου ἡ ἀληθὴς ἀρετή, αἷμα δὲ ἡ ἄπταιστος γνῶσις, ὀστᾶ δὲ ἡ ἀπόρρητος θεολογία», που απλά σημαίνει ότι ο λόγος αποκτά πραγματικό περιεχόμενο όταν εμπεριέχει την αρετή, όταν αυτό το οποίο λες είναι το αποτέλεσμα ασφαλούς γνώσης και φυσικά όταν εμπεριέχει τη θεολογία. Θεολογία: εδώ αρχίζουν και εδώ τελειώνουν όλα.

Ίλιον, 4 Φεβρουαρίου 2013


5 Σχόλια

  1. Ο/Η Χρήστος Βαγιωνάκης λέει:

    Υγιής θέση, κρυστάλλινες απόψεις, καθάρια λογική. Συμπαρατάσσομαι….

  2. Ο/Η Nikos Kaplanis λέει:

    Προσυπογράφω!Σαν να το έχω γράψει εγω.Η δύναμη της πίστης μας και η αγάπη για τον άνθρωπο και τα ιδανικά του Ελληνικού Πολιτισμού πρέπει να αποτελέσουν την αφετηρία για την αναγέννηση της Πατρίδας μας!

  3. Ο/Η Σαββας λέει:

    Το πιο πλήρες και υψηλού περιεχομένου κείμενο-ανάλυσή σου που έσω διαβάσει φίλε…εύγε…είναι απόσταγμα συνεπούς πολύχρονης και επίμοχθης προσπάθειας που γνωρίζω, αναγνωρίζω και σέβομαι…!!!

  4. Ο/Η Γιάννης Αντωνιάδης λέει:

    Λογια σταράτα…αληθινά. Από ένα άνθρωπο που αισθάνεται καθημερινά την ευθύνη και το καθήκον έναντι της πατρίδας και της Εκκλησίας. Με τιμά ιδιαίτερα που τον έχω φίλο. Που νιώθω ότι μοιράζομαι κοινές απόψεις. Που τον θαυμάζω για την ολοκληρωτική του αφοσίωση στην ανόρθωση του έθνους μας. Εντέλει η πατρίδα μας με αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει μόνο παρελθόν και παρόν αλλά κυρίως μέλλον…

  5. Ο/Η Άρης Βάλλης λέει:

    «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έχασε τις εκλογές, όχι διότι δεν είχε κυβερνήσει καλά, αλλά επειδή τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 είχαν επιτρέψει να επιστρέψουν τα σύνδρομα της «ενοχικής δεξιάς», και η κυβέρνησή του είχε χάσει στη συνείδηση του κόσμου που την υποστήριξε, το ηθικό πλεονέκτημα» … «Η ήττα των εκλογών του 2009 θυμίζει την κατάρρευση του Ελληνικού μετώπου στην Μικρά Ασία…» Εξαιρετικές απόψεις, ενδεικτικές των υγιών θέσεων, των κρυστάλλινων απόψεων, της καθάριας λογικής, του υψηλού περιεχομένου της ανάλυσης του συγγραφέα του κειμένου, της αλήθειας των λόγων του, και βεβαίως του υψηλού και οξέως πολιτικού κριτηρίου που τον διακρίνει. Πάνω από όλα, όμως, οι θέσεις αυτές, όπως και οι υπόλοιπες του κ. Παναγιωτόπουλου, είναι αποτέλεσμα «ασφαλούς γνώσης», και του προσδίδουν και ένα «ηθικό πλεονέκτημα». Πράγματα, βεβαίως, που είναι ο νουνεχής (σας ξέφυγε ένα ‘νουνεχείς’ στην τρίτη από το τέλος παράγραφο) αναγνώστης τα διακρίνει με ευκολία.

Αφήστε απάντηση στον/στην Nikos Kaplanis Ακύρωση απάντησης